Ενδοκρινολογία
H Ενδοκρινολογία είναι η ειδικότητα της Ιατρικής που ασχολείται με την διάγνωση, θεραπεία και παρακολούθηση των παθήσεων των ενδοκρινών αδένων.
Οι ενδοκρινείς αδένες είναι όργανα που εκκρίνουν τις ορμόνες, ουσίες που ρυθμίζουν την αύξηση και ανάπτυξη του σώματος, την διαφοροποίηση του φύλου και όλες τις επιμέρους λειτουργίες του οργανισμού. Η λειτουργία των ενδοκρινών αδένων ξεκινάει από την εμβρυϊκή ζωή και διατηρείται μέχρι το τέλος της ζωής, με εξαίρεση τις ωοθήκες.
Οι ενδοκρινείς αδένες είναι:
Ο υποθάλαμος, Η υπόφυση, Ο θυρεοειδής, Οι παραθυρεοειδείς, Το πάγκρεας, Τα επινεφρίδια και Οι γονάδες (ωοθήκες/όρχεις)
Οι ενδοκρινικές παθήσεις είναι γενικά συχνότερες στις γυναίκες απ’ ότι στους άνδρες. Στις γυναίκες, οι πιο συχνές ενδοκρινικές παθήσεις είναι οι θυρεοειδοπάθειες και το σύνδρομο των πολυκυστικών ωοθηκών.
ΘΥΡΕΟΕΙΔΟΠΑΘΕΙΕΣ
Από τις θυρεοειδοπάθειες, η συχνότερη είναι η απλή βρογχοκήλη, που αφορά διόγκωση του θυρεοειδούς αδένος και ακολουθούν ο υπό και ο υπερθυρεοειδισμός, διαταραχές της λειτουργίας του θυρεοειδούς, που μπορεί να συνοδεύονται και από μορφολογικά ευρήματα (π.χ. όζος θυρεοειδούς).
ΣΥΝΔΡΟΜΟ ΠΟΛΥΚΥΣΤΙΚΩΝ ΩΟΘΗΚΩΝ
Το σύνδρομο των πολυκυστικών ωοθηκών είναι η πιο συχνή ενδοκρινική νόσος σε νέες γυναίκες και οι συχνότερες εκδηλώσεις αφορούν διαταραχές εμμήνου ρύσεως (κυρίως αρραιομηνόροια ή αμηνόρροια), υπερτρίχωση, ακμή, παχυσαρκία και δυσκολία για σύλληψη (υπογονιμότητα).
ΕΜΜΗΝΟΠΑΥΣΗ
Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, ο μόνος αδένας που σταματά να λειτουργεί στην διάρκεια της ζωής, είναι οι ωοθήκες. Η παύση της λειτουργίας τους χαρακτηρίζει στην γυναίκα την περίοδο της εμμηνόπαυσης. Η διερεύνηση της επιστημονικής γνώσης και η συνειδητοποίηση της θεμελιακής σημασίας των ορμονών για τον οργανισμό, οδήγησαν τα τελευταία χρόνια, στην τακτική χορήγησης οιστρογόνων και προγεστερόνης (ορμονική θεραπεία υποκατάστασης) σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, για την πρόληψη των καρδιαγγειακών νοσημάτων και της οστεοπόρωσης.
ΣΑΚΧΑΡΩΔΗΣ ΔΙΑΒΗΤΗΣ
Ο σακχαρώδης διαβήτης αποτελεί συχνή νόσο, που εμφανίζεται με την ίδια συχνότητα στα δύο φύλα και οφείλεται σε ανεπάρκεια ινσουλίνης, ορμόνης που εκκρίνεται από το πάγκρεας. Η ανεπάρκεια μπορεί να είναι σχετική (αδυναμία δράσης-σακχαρώσης διαβήτης των ενηλίκων ή ΣΔ τύπου 2) ή απόλυτη (απουσία εκκρίσεως-νεανικός σακχαρώδης διαβήτης ή ΣΔ τύπου 1). Λόγω των απώτερων επιπλοκών του σακχαρώδους διαβήτου ιδίως από τους οφθαλμούς και τους νεφρούς είναι ευνόητη η προσπάθεια που γίνεται σε όλο τον κόσμο για την πρόληψη, έγκαιρη διάγνωση και σωστή θεραπευτική αντιμετώπιση αυτού. ΟΙ διαβητικές γυναίκες μπορούν σήμερα να αποκτήσουν ένα υγιές παιδί, εφόσον προγραμματίσουν την εγκυμοσύνη τους σε φάση καλής ρυθμίσεως του διαβήτου και εφαρμόσουν σωστά την διαιτητική αγωγή και ινσουλινοθεραπεία, με τακτική ιατρική παρακολούθηση.
ΔΙΑΒΗΤΗΣ ΚΥΗΣΕΩΣ
Ο σακχαρώδης διαβήτης κυήσεως αποτελεί ξεχωριστή οντότητα. Εμφανίζεται στην διάρκεια της εγκυμοσύνης και συνήθως υποχωρεί μετά τον τοκετό, συνεπάγεται όμως αυξημένη πιθανότητα επιπλοκών για το έμβρυο νεογνό. Για τη δε μητέρα αυξημένη πιθανότητα να εμφανίσει μόνιμα σακχαρώδη διαβήτη μελλοντικά. Ωστόσο με την κατάλληλη διαιτητική αγωγή και εφ’ όσον χρειαστεί θεραπεία με ινσουλίνη, εξασφαλίζεται ομαλή εξέλιξη της εγκυμοσύνης και ένα υγιές νεογνό. Αυξημένη πιθανότητα για διαβήτη κυήσεως έχουν γυναίκες με οικογενειακό ιστορικό σακχαρώδους διαβήτου, παχυσαρκία, ηλικία άνω των 35 ετών και ιστορικό διαβήτου κυήσεως σε προηγούμενη εγκυμοσύνη. Το εργαστήριο του Μαιευτηρίου καλύπτει όλο το φάσμα των ορμονολογικών προσδιορισμών για τη διάγνωση και παρακολούθηση των ενδοκρινικών νοσημάτων.