ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΥΠΟΓΟΝΙΜΟΤΗΤΑ-ΔΙΑΤΤΑΡΑΧΕΣ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

Image


Με τον όρο υπογονιμότητα, περιγράφουμε τη μη επίτευξη εγκυμοσύνης μετά από 1 έτος (12 μήνες) συχνών ελεύθερων σεξουαλικών επαφών. Έτσι λοιπόν, για να κατανοήσουμε τον τόσο σημαντικό αυτό προσδιορισμό της υπογονιμότητας, από τα 100 ζευγάρια που ξεκινούν την ίδια χρονική στιγμή τις προσπάθειες για τεκνοποίηση, δηλαδή:

  • έχουν ελεύθερες -χωρίς προφύλαξη -σεξουαλικές επαφές
  • έχουν συχνότητα επαφών κάθε 2 με 3 ημέρες σε όλη τη διάρκεια του κύκλου
  • η γυναίκα είναι κάτω από 36 ετών και
  • έχουν κάνει τα παραπάνω για τουλάχιστον 12 μήνες

τα 80 θα επιτύχουν τελικά (άλλα γρηγορότερα, άλλα με καθυστέρηση) μια εγκυμοσύνη. Από τα υπόλοιπα 20, εάν αυτά εξακολουθήσουν να έχουν την ίδια συχνότητα ελεύθερων επαφών για ακόμα 12 μήνες, κι εφόσον η ηλικία το επιτρέπει, 5 με 10 ακόμα θα επιτύχουν μια εγκυμοσύνη κατά το δεύτερο χρόνο προσπαθειών.  

Ποια είναι τα αίτια της υπογονιμότητας –ποιες εξετάσεις απαιτούνται

   Η υπογονιμότητα σε ένα ζευγάρι μπορεί να οφείλεται σε προβλήματα στο αναπαραγωγικό σύστημα της γυναίκας, του άνδρα ή και των δύο. Σε ορισμένες περιπτώσεις, παρά την εκτενή διερεύνηση, τα αίτια της υπογονιμότητας δεν προσδιορίζονται (ανεξήγητη υπογονιμότητα). Σε κάθε περίπτωση όμως, αυτό που δεν πρέπει να ξεχνάμε είναι πως, ο σημαντικότερος και πλέον καθοριστικός παράγοντας (υπο)γονιμότητας ενός ζεύγους, είναι η ηλικία της γυναίκας. Η ηλικία του ανδρός, αν και φαίνεται πως παίζει και αυτή το ρόλο της, δεν είναι ξεκάθαρη η βαρύτητα της.

     Προτού δούμε πιο αναλυτικά τις εξετάσεις, είναι σημαντικό να αναφερθούμε στην αξία της σωστής λήψης του ιατρικού ιστορικού, τόσο της γυναίκας, όσο και του άνδρα. Από το ιστορικό θα καθοριστεί εάν το ζευγάρι μπορεί να περιμένει ή πρέπει να οδηγηθεί άμεσα σε διερεύνηση.

Άμεσης ή συντομότερης διερεύνησης χρήζουν οι περιπτώσεις εκείνες που:

  • η γυναίκα είναι πάνω από 36 ετών
  • η γυναίκα έχει διαπιστωμένα διαταραχές κύκλου (ολιγο-, άμηνορροια- σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών)
  • η γυναίκα πάσχει από φλεγμονώδη νόσο της πυέλου
  • η γυναίκα έχει υπερηχογραφικά ευρήματα που σχετίζονται με υπογονιμότητα (πχ ινομυώματα, πολύποδες, κύστεις ενδομητρίωσης)
  • υπάρχει ήδη μια διάγνωση υπογονιμότητας
  • υπάρχει βεβαρυμένο ιατρικό ιστορικό (πχ καρκίνος, διαβήτης, θυροειδοπάθεια, σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα κα)

Στο πρώτο λοιπόν στάδιο διερεύνησης, οι εξετάσεις που αποδεδειγμένα σχετίζονται με την επίτευξη εγκυμοσύνης είναι:

Ο έλεγχος της ωοθυλακιορρηξίας, ο οποίος περιλαμβάνει υπερηχογραφική διαπίστωση και μέτρηση των επιπέδων της προγεστερόνης στο μέσο της ωχρινικής φάσης (21η ημέρα κύκλου σε ένα κύκλο 28 ημερών), ή 7 ημέρες πριν την επόμενη περίοδο, όταν ο κύκλος είναι σταθερός.

Ο έλεγχος των ορμονών FSH/LH, όταν υπάρχουν διαταραχές κύκλου ή/και η γυναίκα είναι προχωρημένης αναπαραγωγικής ηλικίας. Υψηλά επίπεδα FSH σχετίζονται με περιορισμένη ωοθηκική λειτουργία. Επίσης, αυξημένα επίπεδα της LH αναλογικά με τα επίπεδα της FSH, σχετίζονται με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών.

Υστεροσαλπιγγογραφία: Η γυναίκα καλείται να υποβληθεί σε υστεροσαλπιγγογραφία προκειμένου να εκτιμήσουμε τη λειτουργία των σαλπίγγων και να έχουμε μια πιο καθαρή εικόνα της ενδομητρικής κοιλότητας. Η εξέταση αυτή συνιστάται σε γυναίκες που δεν έχουν ήδη γνωστές παθολογικές καταστάσεις περιοριστικές για την υπογονιμότητα όπως Φλεγμονώδης Νόσος της Πυέλου, προηγούμενη εξωμήτριο κύηση ή ενδομητρίωση. Στις περιπτώσεις αυτές απαιτείται εξατομίκευση. Η υστεροσαλπιγγογραφία μπορεί να ζητηθεί την ίδια χρονική στιγμή με το σπερμοδιάγραμμα. Η υστεροσαλπιγγογραφία είναι ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο για τη διάγνωση του σαλπιγγικού παράγοντα υπογονιμότητας, αλλά και πιθανών ενδομητρικών συμφύσεων, πολυπόδων, ινομυωμάτων κα..

Επιπλέον εξετάσεις στη φάση αυτή και η διαγνωστική τους αξία:

1. Μέτρηση της ορμόνης AMH: τιμές χαμηλότερες από 5.4 pmol/l είναι σε γενικές γραμμές δείκτης πολύ χαμηλής γονιμότητας λόγω χαμηλού αποθέματος ωαρίων και η πρόγνωση είναι κακή. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως μια γυναίκα με πολύ χαμηλή AMH δεν μπορεί να μείνει έγκυος. Στην περίπτωση αυτή, η FSH στο συγκεκριμένο κύκλο που γίνεται η προσπάθεια για σύλληψη να έχει μεγαλύτερη αξία. Προσοχή στις μονάδες μέτρησης καθώς υπάρχουν δυο διαφορετικά συστήματα και οι τιμές αναφοράς από εργαστήριο σε εργαστήριο μπορεί να είναι διαφορετικές. Επίσης, η επιλογή του εργαστηρίου είναι πολύ σημαντική λόγω και της ευαισθησίας στη μέτρηση της συγκεκριμένης ορμόνης. Τιμές AMH μεγαλύτερες από 25 pmol/l έχουν πολύ καλή πρόγνωση και όσο μεγαλύτερη είναι η AMH, τόσο πιο προσεχτικοί πρέπει να είμαστε στην επιλογή του κατάλληλου πρωτοκόλλου διέγερσης, για να αποφύγουμε πιθανή υπερδιέγεση των ωοθηκών σε περίπτωση εξωσωματικής γονιμοποίησης.

2. Υπερηχογραφική μέτρηση του αριθμού των ανώριμων ωοθυλακίων (2-8mm) την 3η ημέρα του κύκλου: Λιγότερα από 4 σε αριθμό προιδεάζουν για χαμηλή απόκριση των ωοθηκών ενώ όταν είναι πάνω από 16 η προοπτική είναι άριστη. Στις περισσότερες γυναίκες υπάρχει μια ενδιάμεση κατάσταση, για το λόγο αυτό η συγκεκριμένη εξέταση αν και έχει διαγνωστική αξία, από μόνη της δεν μπορεί να αποτελέσει την κύρια εξέταση για διάγνωση.

3.Έλεγχος προλακτίνης: Πρέπει να πραγματοποιείται ειδικότερα όταν παρουσιάζονται συμπτώματα, όπως διαταραχή κύκλου, γαλακτόρροια.

4. Έλεγχος των ορμονών του θυρεοειδή αδένα: Η λειτουργία του θυρεοειδούς είναι άμεσα συνδεδεμένη με την γονιμότητα και την ομαλή λειτουργία του κύκλου.

5. Έλεγχος χλαμυδίων: Αυτό το τεστ μπορεί να μην έχει άμεση σχέση με την επίτευξη της εγκυμοσύνης, όμως μπορεί να παίζει καθοριστικό ρόλο σε μεμονωμένες περιπτώσεις. Για το λόγο αυτό και απαιτείται ειδικός έλεγχος με μία μέθοδο υψηλής ευαισθησίας και θεραπεία σε περίπτωση παθολογίας. Η μέθοδος με τη μεγαλύτερη ευαισθησία είναι η PCR.

6. Έλεγχος για HIV, ηπατίτιδα B και C: Είναι απαραίτητος σε όλα τα ζευγάρια που πρόκειται να υποβληθούν σε εξωσωματική γονιμοποίηση.

7. Μικροβιακός - βιοχημικός έλεγχος σπέρματος - υπερηχογραφικός έλεγχος οσχέου και ορμονικός προσδιορισμός: Πραγματοποιούνται ανάλογα με τα αποτελέσματα της αρχικής ανάλυσης του σπέρματος και το ιατρικό ιστορικό του ασθενούς. Είναι πολύ σημαντικό να γίνει σωστά και με λεπτομέρεια η διάγνωση της ανδρικής υπογονιμότητας ώστε να αποφασισθεί εγκαίρως ποια είναι η πλέον κατάλληλη μέθοδος θεραπείας. Ανάλογα με το πόρισμα της κάθε εξέτασης μπορεί να χρειαστεί περαιτέρω διερεύνηση, φαρμακευτική ή χειρουργική αντιμετώπιση, σπερματέγχυση ή εξωσωματική γονιμοποίηση.

Πιο εξειδικευμένες εξετάσεις

    Πιο εξειδικευμένες εξετάσεις απαιτούνται όταν δεν είναι ξεκάθαρη η διάγνωση της υπογονιμότητας ή όταν το ζευγάρι έχει υποβληθεί σε 2 ή περισσότερους κύκλους εξωσωματικής γονιμοποίησης που ενώ όλα φαινομενικά είναι καλά, το αποτέλεσμα είναι αρνητικό.