ΘΥΡΕΟΕΙΔΗΣ ΑΔΕΝΑΣ
Ο θυρεοειδής αδένας είναι ο μεγαλύτερος ενδοκρινής αδένας του ανθρώπινου σώματος. Εντοπίζεται στην πρόσθια περιοχή του τραχήλου, μπροστά και εκατέρωθεν της τραχείας, έχει βάρος περίπου 20 γραμμάρια και αποτελείται από 2 λοβούς (δεξιό και αριστερό), οι οποίοι συνδέονται μεταξύ τους με τον ισθμό, ενώ ενίοτε υπάρχει και ένας ακόμα λοβός που ξεκινάει από τον ισθμό προς τα άνω και λέγεται πυραμοειδής.
Ο θυρεοειδής αδένας παράγει τρεις ορμόνες:
1)τη θυροξίνη ή τετραϊωδοθυρονίνη (Τ4)
2)την τριιωδοθυρονίνη (Τ3) που ρυθμίζουν το μεταβολισμό όλων των ιστών, και
3)την καλσιτονίνη που ελαττώνει τα επίπεδα του ασβεστίου του αίματος.
Η σύνθεση και η έκκριση των θυρεοειδικών ορμονών ρυθμίζεται από τη θυρεοειδοτρόπο ορμόνη (TSH) που παράγεται στην υπόφυση, η οποία, με τη σειρά της, εξαρτάται από την έκκριση της θυρεοεκλυτικής ορμόνης (TRH) που παράγεται στον υποθάλαμο.
Ο θυροειδής αδένας είναι ένας από τους πιο σημαντικούς αδένες του ενδοκρινικού μας συστήματος. Βρίσκεται στο λαιμό μας ακριβώς μπροστά από τους χόνδρους του λάρυγγα και αποτελείται από δύο λoβούς ήτοι τον αριστερό και το δεξιό που ενώνονται μεταξύ τους με τον ισθμό.
O θυροειδής αδένας παράγει τρεις βασικές και πολύ σπουδαίες ορμόνες τη θυροξίνη (γνωστή και ως Τ4), την τριιωδοθυρονίνη (γνωστή και ως Τ3) και την καλσιτονίνη. Εξ αυτών η καλσιτονίνη παίζει σπουδαίο ρόλο στη ρύθμιση του μεταβολισμού του ασβεστίου στον οργανισμό μας και για αυτό τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιείται, εκτός βέβαια των άλλων ενδείξεων της και για την αντιμετώπιση της οστεοπόρωσης ιδιαίτερα στις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση.
Σπάνια οι διαταραχές της καλσιτονίνης μας απασχολούν στην καθημερινή ιατρική πράξη. Αντίθετα οι διαταραχές στην παραγωγή και στην έκκριση των δύο άλλων ορμονών του θυροειδούς δηλ. της Τ3 και Τ4 δημιουργούν πολύ συχνά προβλήματα με αποτέλεσμα ένας σημαντικός αριθμός ατόμων να πάσχει από "θυροειδή". Η έκκριση της Τ3 και Τ4 ρυθμίζεται από μια άλλη ορμόνη την θυροειδοτρόπο ή TSH που παράγεται στην υπόφυση έναν άλλο πολύ σπουδαίο ενδοκρινή αδένα που βρίσκεται στη βάση του εγκεφάλου μας.
Για τη σύνθεση των θυροειδικών ορμονών απαραίτητο στοιχείο είναι το Ιώδιο η έλλειψη του οποίου οδηγεί μοιραία σε μειωμένη παραγωγή ορμονών. Πηγές πλούσιες σε Ιώδιο είναι οι θαλασσινές τροφές. Ένδεια Ιωδίου παρουσιάζεται κυρίως σε ορεινές περιοχές όπου συνήθως λείπουν τα θαλασσινά καθώς και σε άτομα που συστηματικά αποφεύγουν τη λήψη αυτών. Σήμερα με την ιωδίωση του μαγειρικού αλατιού ένδεια Ιωδίου σπάνια παρατηρείται.
Οι θυροειδικές ορμόνες χρησιμεύουν στον οργανισμό μας κυρίως για τη ρύθμιση του μεταβολισμού. Στη βρεφική και παιδική ηλικία είναι σπουδαίος ο ρόλος των θυροειδικών ορμονών για τη σωματική και πνευματική ανάπτυξή τους. Έτσι έλλειψη των θυροειδικών ορμονών στην ηλικία αυτή δημιουργεί παιδιά με σημαντική σωματική και πνευματική καθυστέρηση (οι λεγόμενοι κρετίνοι).
Η παθολογία του θυρεοειδούς αδένα περιλαμβάνει:
1) Ανωμαλίες ανάπτυξης του θυρεοειδούς,
2) Παθήσεις που προκαλούν υπερθυρεοειδισμό,
3) Παθήσεις που προκαλούν υποθυρεοειδισμό,
4) Θυρεοειδίτιδες,
5) Καρκίνο του θυρεοειδούς.
Σημαντικό κλινικό εύρημα του θυρεοειδούς είναι η διόγκωσή του, που ωστόσο δεν εμφανίζεται πάντα όταν υπάρχει κάποια πάθηση του αδένα. Φυσιολογικά, ο αδένας δεν ψηλαφάται, ωστόσο σημαντικές διογκώσεις μπορούν να γίνουν αντιληπτές καθώς ο αδένας ακολουθεί την κίνηση της κατάποσης και "ανεβοκατεβαίνει" μαζί με τον θυρεοειδή χόνδρο. Κάθε διόγκωσή του αναφέρεται κλινικά ως βρογχοκήλη.
Ο αδένας παράγει τη θυρεοειδή ορμόνη, η οποία μεταξύ άλλων ρυθμίζει τη θερμοκρασία του σώματος, το μεταβολισμό και τους παλμούς της καρδιάς.
Εάν ο αδένας υπολειτουργεί, παράγει μικρές ποσότητες της ορμόνης (υποθυρεοειδισμός). Αντίθετα, εάν υπερλειτουργεί, παράγει υπερβολικά μεγάλες ποσότητες της ορμόνης (υπερθυρεοειδισμός).
Οι διαταραχές του θυρεοειδούς μπορεί να οφείλονται σε κληρονομικούς παράγοντες, στο στρες, σε τοξίνες από το περιβάλλον, σε αυτοάνοση αντίδραση κ.α.
Κάποια συμπτώματα που μπορεί να υποδεικνύουν τη διαταραχή της λειτουργίας του θυρεοειδούς αδένα είναι:
- Σωματική εξάντληση: Στην περίπτωση υποθυρεοειδισμού, υπάρχουν μικρές ποσότητες της θυρεοειδούς ορμόνης στο αίμα και τα κύτταρα. Έτσι, οι μύες δε λαμβάνουν τα απαραίτητα σήματα για να λειτουργήσουν ομαλά.
- Κακή διάθεση: Η μικρή παραγωγή της ορμόνης επηρεάζει τα επίπεδα της σεροτονίνης. Η σεροτονίνη είναι ένας από τους νευροδιαβιβαστές που ενεργοποιούν τα κέντρα της χαράς στον εγκέφαλο.
- Νευρικότητα και άγχος: Όταν ο θυρεοειδής παράγει μεγάλες ποσότητες της ορμόνης, όλα τα επιμέρους συστήματα του οργανισμού βρίσκονται σε υπερδιέγερση.
-
Αλλαγές στη γεύση ή την όρεξη:Η συνεχής πείνα αποτελεί σημάδι του υπερθυρεοειδισμού, όταν παράγονται μεγάλες ποσότητες της ορμόνης. Η αυξημένη όρεξη δε συνοδεύεται συνήθως από το επιπρόσθετο βάρος. Αντίθετα, όταν ο θυρεοειδής υπολειτουργεί, επηρεάζεται η γεύση και ο όσφρηση.
-
Σύγχυση: Ο υπερθυρεοειδισμός συνδέεται με την έλλειψη συγκέντρωσης, ενώ ο υποθυρεοειδισμός συνδέεται με την απώλεια μνήμης.
-
Μειωμένη λίμπιντο: Η μικρή παραγωγή της ορμόνης μπορεί να επηρεάσει άμεσα την ερωτική διάθεση. Παράλληλα, όμως, η μειωμένη λίμπιντο μπορεί να οφείλεται συνδυαστικά στα συμπτώματα της διαταραχής του θυρεοειδούς (π.χ. γενικευμένος πόνος, έλλειψη ενέργειας).
-
Αρρυθμία: Οι άστατοι καρδιακοί παλμοί γίνονται αισθητοί τόσο στο στέρνο όσο και στο λαιμό.
-
Ξηρότητα του δέρματος: Οι αλλαγές στην όψη της επιδερμίδας μπορεί να οφείλονται σε επιβράδυνση του μεταβολικού ρυθμού (υποθυρεοειδισμός).
-
Γαστρεντερικά προβλήματα: Οι ασθενείς με υποθυρεοειδισμό αντιμετωπίζουν συχνά πρόβλημα δυσκοιλιότητας. Η μη φυσιολογική λειτουργία του θυρεοειδούς αδένα μπορεί πιθανώς να οδηγήσει σε επιβράδυνση της πέψης. Αντίθετα, η υπέρμετρη παραγωγή της θυρεοειδούς ορμόνης μπορεί να οδηγήσει στη διάρροια.
-
Πόνος στα άκρα ή τους μύες: Το μούδιασμα και ο πόνος στα χέρια, τα πόδια, τις πατούσες ή τις παλάμες μπορεί να αποτελεί σημάδι υποθυρεοειδισμού. Με την πάροδο του χρόνου, η μικρή παραγωγή της ορμόνης οδηγεί σε βλάβες στα κύτταρα που αποστέλλουν σήματα από τον εγκέφαλο και το νωτιαίο μυελό σε ολόκληρο το σώμα.
-
Υπέρταση: Συνδέεται άμεσα τόσο με τον υπερθυρεοειδισμό όσο και με τον υποθυρεοειδισμό.
-
Αλλαγές στη θερμοκρασία του σώματος: Τα ρίγη σχετίζονται άμεσα με τον υποθυρεοειδισμό, καθώς στην περίπτωση αυτή τα κύτταρα καταναλώνουν μικρότερες ποσότητες ενέργειας. Λιγότερη ενέργεια σημαίνει λιγότερη θερμότητα. Αντίθετα, τα άτομα με υπερθυρεοειδισμό μπορεί να εκδηλώνουν υπερβολική εφίδρωση.
-
Προβλήματα στον ύπνο: Όταν ο θυρεοειδής υπολειτουργεί, επιβραδύνουν υπερβολικά όλες οι επιμέρους λειτουργίες του σώματος. Αντίθετα, ο υπερθυρεοειδισμός μπορεί να συνοδεύεται από την αϋπνία, λόγω υπερέντασης.
-
Αδύναμα μαλλιά και τριχόπτωση: Στην περίπτωση υποθυρεοειδισμού διαταράσσεται ο φυσιολογικός κύκλος ανάπτυξης της τρίχας.
-
Υψηλή χοληστερόλη: Εάν τα υψηλά επίπεδα της LDL δεν οφείλονται στις διατροφικές συνήθειες, μπορεί να συνδέονται με τον υποθυρεοειδισμό.
-
Προβλήματα γονιμότητας: η διαταρραχή της λειτουργίας του θυρεοειδούς μπορεί να επηρεάσει την γονιμότητα και στα 2 φύλα καθώς οι θυρεοειδικές ορμόνες (θυροξίνη Τ4 και τριιωδοθυρονίνη Τ3) μπορούν να επηρεάσουν τη δυνατότητα για αναπαραγωγή με διαφόρους τρόπους, διότι είναι απαραίτητες για:
- τη σωστή λειτουργία του καταμήνιου κύκλου (της περιόδου) στις γυναίκες
- την φυσιολογική ωοθυλακιορηξία
- τη λειτουργία του ωχρού σωματίου (το στάδιο πριν την εμφύτευση του εμβρύου)
- την εμφύτευση (επηρεάζουν την παραγωγή της τροφοβλάστης) και τη λειτουργία του πλακούντα.
Θυρεοειδής και γονιμότητα
Οι θυρεοειδικές παθήσεις είναι ιδιαίτερα συχνές στις γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας και για το λόγο αυτό όλες οι γυναίκες που έχουν προβλήματα γονιμότητας θα πρέπει να ελέγχονται για πιθανές διαταραχές της θυρεοειδικής λειτουργίας. Συχνά μπορεί να ανευρεθεί μια διαταραχή για πρώτη φορά στον έλεγχο που κάνει μια γυναίκα, η οποία αντιμετωπίζει υπογονιμότητα.
1. Στον προγεννητικό έλεγχο η θυρεοειδοτρόπος ορμόνη TSH ήταν στα ανώτερα επίπεδα του φυσιολογικού. Μπορεί να υπάρξει πρόβλημα με τη γονιμότητα;
Στις γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας η TSH συνήθως βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα και συνήθως <3 mIU/ml. Αύξησή της σε ανώτερα επίπεδα μπορεί να υποδηλώνει μια αρχόμενη υπολειτουργία του θυρεοειδούς. Ο υποκλινικός υποθυρεοειδισμός (όταν δηλαδή η TSH είναι αυξημένη, ενώ οι ορμόνες Τ3 και Τ4 βρίσκονται στα φυσιολογικά επίπεδα) μπορεί να επηρεάσει την αυτόματη σύλληψη λόγω διαταραχής της ωοθηλακιορρηξίας, αλλά μπορεί να αυξήσει και την πιθανότητα αποβολής στο πρώτο τρίμηνο ή παλίνδρομης εγκυμοσύνης. Τα ιδανικά επίπεδα TSH για την επίτευξη εγκυμοσύνης θεωρούνται μεταξύ 0.5-2.5 mIU/ml από τους περισσότερους ειδικούς που ασχολούνται με το θέμα της υπογονιμότητας. Αν σε έναν πρώτο έλεγχο η TSH βρεθεί αυξημένη, τότε θα πρέπει να επαναληφθεί σε τουλάχιστον 6 εβδομάδες με τον ταυτόχρονο έλεγχο αντιθυρεοειδικών αντισωμάτων.
2. Πως μπορεί ο υποθυρεοειδισμός υποθυρεοεδισμός να επηρεάσει τη γονιμότητα;
Όπως αναφέραμε και στην αρχή, η έλλειψη θυρεοειδικών ορμονών μπορεί να επηρεάσει την επίτευξη εγκυμοσύνης με πολλούς τρόπους. Ο υποθυρεοειδισμός προκαλεί αύξηση στην προλακτίνη, επηρεάζει την έκκριση των γοναδοτροπινών από την υπόφυση, παίζει ρόλο στην επαρκή παραγωγή προγεστερόνης και επηρεάζει την μεταβολισμό των οιστρογόνων μεταξύ άλλων. Επομένως, μειώνει τη γονιμότητα είτε προκαλώντας διαταραχή στη συχνότητα της περιόδου, είτε μειώνοντας τη συχνότητα της ωοθηλακιορρηξίας, είτε επηρεάζοντας την εμφύτευση του εμβρύου. Ο υποθυροειδισμός μπορεί να επηρεάσει και την ποιότητα των ωαρίων που λαμβάνονται με την υποβοηθούμενη αναπαραγωγή και να μειώσει την πιθανότητα επιτυχίας της εξωσωματικής
εξωσωματικής γονιμοποίησης. Η θεραπεία με θυροξίνη επαναφέρει την φυσιολογική ισορροπία, εξισορροπεί τις ορμόνες, βοηθά στην ομαλοποίηση του κύκλου και αυξάνει την αυτόματη σύλληψη.
Μια πιθανή εγκυμοσύνη αυξάνει σχεδόν στο διπλάσιο τις ανάγκες για θυρεοειδικές ορμόνες και για το λόγο αυτό μια γυναίκα που έχει υποθυρεοειδισμό και επιθυμεί εγκυμοσύνη θα πρέπει να διατηρεί τα επίπεδα της TSH χαμηλά (<2.5 mIU/ml) και της Τ4 στα ανώτερα φυσιολογικά. Με την επιβεβαίωση της εγκυμοσύνης θα πρέπει να επικοινωνήσει άμεσα με τον ενδοκρινολόγο της για την πιθανή αύξηση της δόσης θυροξίνης κατά τη διάρκεια της κύησης.
3. Τι ρόλο μπορούν να παίξουν τα αυξημένα αντιθυρεοειδικά αντισώματα; Υπάρχει αυξημένος κίνδυνος αποβολής στο πρώτο τρίμηνο;
Οι αυτοάνοσες παθήσεις του θυρεοειδούς είναι ιδιαίτερα συχνές στις νέες γυναίκες. Η παρουσία αυτοαντισωμάτων σε πολύ αυξημένα επίπεδα (ακόμα και όταν ο θυρεοειδής λειτουργεί φυσιολογικά) σχετίζεται με διπλάσια πιθανότητα υπογονιμότητας, ενώ είναι πιο συχνή η παρουσία τους στις γυναίκες που έχουν και άλλες αιτίες υπογονιμότητας, όπως η ενδομητρίωση και οι πολυκυστικές ωοθήκες. Τα αυξημένα αντιθυρεοειδικά αντισώματα είναι επίσης ανεξάρτητος παράγοντας κινδύνου για αποβολές πρώτου τριμήνου. Έρευνα σε γυναίκες που ακολούθησαν εξωσωματική γονιμοποίηση έδειξε διπλάσια πιθανότητα αποβολής στις γυναίκες με αυτοάνοση πάθηση του θυρεοειδούς. Τα αίτια γι’ αυτό δεν είναι ξεκάθαρα και συνεχίζουν να είναι πεδίο έρευνας. Η παρουσία τους:
* υποδηλώνει διαταραχή στη ρύθμιση του ανοσοποιητικού συστήματος,
* μπορεί να προκαλέσει υπολειτουργία του θυρεοειδούς και υποθυρεοειδισμό κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης,
* είναι πιο συχνή με την πάροδο της ηλικίας, όταν και η γονιμότητα έχει αρχίσει ούτως ή άλλως να μειώνεται.
Και οι τρεις αυτοί παράγοντες παίζουν σημαντικό ρόλο στην επιτυχία μιας εγκυμοσύνης. Κάθε γυναίκα με υπογονιμότητα και αυξημένα θυρεοειδικά αντισώματα θα πρέπει να αξιολογείται από έναν εξειδικευμένο ενδοκρινολόγο για την επιλογή κατάλληλης θεραπείας.
4. Τι γίνεται όταν υπάρχει υπερλειτουργία του θυρεοειδούς; Μπορεί αυτό να είναι αιτία υπογονιμότητας;
Ο ήπιος υπερθυρεοειδισμός δεν φαίνεται να επηρεάζει τη γονιμότητα στον ίδιο βαθμό με την υπολειτουργία του θυρεοειδούς. Οι περισσότερες γυναίκες με ήπια υπερλειτουργία παρουσιάζουν αλλαγές στη διάρκεια και την ποσότητα αίματος κατά την περίοδο, αλλά δεν φαίνεται να έχουν διαταραχές στην ωοθηλακιορρηξία. Οι γυναίκες στις οποίες η TSH είναι χαμηλή αλλά οι θυρεοειδικές ορμόνες στα ανώτερα φυσιολογικά επίπεδα δεν χρειάζονται θεραπεία αλλά στενή παρακολούθηση.
Δεν συμβαίνει το ίδιο στις περιπτώσεις σοβαρού υπερθυρεοειδισμού (όταν δηλαδή οι θυρεοειδικές ορμόνες είναι πολύ πάνω από τα φυσιολογικά επίπεδα). Στις περιπτώσεις αυτές η περίοδος μπορεί να διακοπεί, ενώ ακόμα και αν έχουμε εγκυμοσύνη είναι αυξημένος ο κίνδυνος επιπλοκών και αποβολής και θα πρέπει άμεσα να παρέμβει ενδοκρινολόγος και να ξεκινήσει κατάλληλη θεραπεία πριν την έναρξη της εγκυμοσύνης.
Αν βρίσκεστε σε αναπαραγωγική ηλικία και δεν έχετε κάνει έλεγχο της θυρεοειδικής σας λειτουργίας, ο ενδοκρινολόγος θα σας υποδείξει ποιες εξετάσεις είναι κατάλληλες για εσάς. Μια φορά το χρόνο θα ήταν καλό να κάνετε έναν επανέλεγχο ιδιαίτερα αν ξεκινάτε προσπάθεια για μια εγκυμοσύνη.