ΥΠΟΘΥΡΕΟΕΙΔΙΣΜΟΣ


Υποθυρεοειδισμός
είναι η παθολογική κατάσταση κατά την οποία έχουμε μειωμένη έκκριση θυρεοειδικών ορμονών. Ο υποθυρεοειδισμός μπορεί να είναι πρωτοπαθής δηλ. να οφείλεται είτε σε βλάβη του ίδιου του θυρεοειδούς είτε δευτεροπαθής να οφείλεται δηλ. σε βλάβη της υπόφυσης η οποία όπως έχουμε πει παράγει τη θυρεοειδοτρόπο ορμόνη (TSH) η οποία μαστιγώνει φυσιολογικά το θυρεοειδή για την παραγωγή των θυρεοειδικών ορμονών.

Αίτια πρωτοπαθούς υποθυρεοειδισμού

  Τα αίτια μπορεί να είναι η αγενεσία του θυρεοειδούς που προκαλεί βαρύ υποθυρεοειδισμό από τη γέννηση του παιδιού, οι διαταραχές στη σύνθεση των ορμονών που συνήθως είναι εκ γενετής, η ελλιπής πρόσληψη Ιωδίου με τις τροφές μας, η καταστροφή του θυρεοειδούς με ραδιενεργό Ιώδιο ή η αφαίρεσή του για ιατρικούς λόγους, διάφορες φλεγμονές που προσβάλλουν το θυρεοειδή καθώς επίσης και η λήψη μερικών φαρμάκων που παραβλάπτουν το θυρεοειδή.

Τα συμπτώματα και οι κλινικές εκδηλώσεις του υποθυρεοειδισμού είναι συνάρτηση της βαρύτητας του αλλά και της ηλικίας του ασθενούς.

   Έτσι στους ενήλικες η νόσος επικρατεί συνήθως στις γυναίκες (6 φορές πιο συχνή στις γυναίκες απ' ότι στους άνδρες). Εκδηλώνεται με σωματική και πνευματική νωθρότητα, με μεγάλη ευαισθησία στο κρύο, με δυσκοιλιότητα, με αύξηση του βάρους και με δέρμα ξερό και άγριο. Η εμφάνιση του ασθενούς ιδιαίτερα σε προχωρημένα στάδια, παίρνει μια χαρακτηριστική όψη όπου το πρόσωπο είναι ωχρό με αύξηση του λίπους πρήξιμο των βλεφάρων, με ξερά μαλλιά και αραιά φρύδια, με γλώσσα παχειά και μεγάλη, με βραχνή και αργή φωνή.

  Σε πιο προχωρημένες μορφές μπορεί να συγκεντρωθεί υγρό μέσα στην κοιλιά (ασκίτης) ή γύρω από την καρδιά (περικαρδίτις) και τέλος ο ασθενής μπορεί να παρουσιάσει προοδευτική υποθερμία και κώμα.

   Στα παιδιά η νόσος όχι σπάνια δεν διαγιγνώσκεται έγκαιρα με αποτέλεσμα το τίμημα της σωματικής και πνευματικής καθυστέρησης του παιδιού να είναι πολύ μεγάλο. Τα βρέφη που γεννιούνται με υποθυρεοειδισμό στην αρχή μπορεί να είναι φυσιολογικά αργότερα όμως γίνεται αντιληπτό ότι το παιδί είναι υπερβολικά ήσυχο, κοιμάται πολύ, είναι δυσκοίλιο, έχει μεγάλη γλώσσα που βγαίνει έξω από το στόμα, έχει δέρμα παχύ και κρύο, το κλάμα του είναι βραχνό και τραχύ και οι κινήσεις του γενικά είναι πολύ αργές ενώ όχι σπάνια ο αφαλός του προέχει (ομφαλοκήλη).

   Η πλειοψηφία των περιπτώσεων υποθυρεοειδισμού οφείλεται στη χρόνια θυρεοειδίτιδα (Hashimoto) η οποία αποτελεί μια βραδέως εξελισσόμενη αυτοάνοση πάθηση του θυρεοειδούς. Στην πάθηση αυτή υπάρχει συνεχής αντικατάσταση του υγιούς παρεγχύματος από λεμφοκύτταρα και ινώδη ιστό.

   Περισσότεροι από 90% των ασθενών με χρόνια αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα έχουν υψηλό τίτλο αντιθυρεοειδικών αντισωμάτων. Μπορεί να συμβεί σε οποιαδήποτε ηλικία αλλά συχνότερα προσβάλλει γυναίκες μέσης ηλικίας. Οι ασθενείς πολύ πιθανόν να έχουν ατομικό ή οικογενειακό ιστορικό άλλων αυτοάνοσων νοσημάτων όπως λεύκη, αλωπεκία, σακχαρώδη διαβήτη, επινεφριδιακή ανεπάρκεια, υποπαραθυρεοειδισμό, μυασθένεια Gravis, κακοήθη αναιμία.

   Η θυρεοειδίτιδα Hashimoto αρχικά συνήθως εμφανίζεται με διόγκωση του θυρεοειδή (βρογχοκήλη) ασυμπτωματική, χωρίς κλινική ή βιοχημική εικόνα υποθυρεοειδισμού ή με ήπιο υποθυρεοειδισμό.

   Ασθενείς που υποβλήθηκαν σε ολική θυρεοειδεκτομή καταλήγουν σε υποθυρεοειδισμό δύο με τέσσερις βδομάδες μετά την επέμβαση. Μετά από υφολική θυρεοειδεκτομή σε ασθενείς με νόσο Grave’s ή τη χορήγηση ραδιενεργού ιωδίου ο χρόνος εγκατάστασης του υποθυρεοειδισμού ποικίλει.

   Σε ένα μεγάλο ποσοστό εκδηλώνεται στο πρώτο έτος μετά τη θεραπεία και το ποσοστό αυξάνεται βραδέως τα επόμενα χρόνια. Η ακτινοθεραπεία γιά κακοήθειες στην περιοχή του τραχήλου επίσης προκαλεί υποθυρεοειδισμό.

   Πριν από τον εμπλουτισμό του αλατιού με ιώδιο, η ιωδοπενία αποτελούσε πολύ συχνό αίτιο υποθυρεοειδισμού. Αλλά και η υπερβολική λήψη ιωδίου παρεμποδίζει την σύνθεση των θυρεοειδικών ορμονών προκαλώντας υποθυρεοειδισμό όχι σε υγιείς ανθρώπους χωρίς θυρεοειδοπάθεια άλλα σε ασθενείς με κάποια παθολογία στον θυρεοειδή.

Πηγή υπερβολικής λήψης ιωδίου μπορεί να είναι διάφορα συμπληρώματα διατροφής ,φαρμακευτικά σκευάσματα (Betadine), σκιαγραφικές ουσίες.

    Υποθυρεοειδισμός μπορεί να εμφανισθεί λόγω χορήγησης αντιθυρεοειδικών φαρμάκων που χρησιμοποιούνται στη θεραπεία του υπέρθυρεοειδισμού.

   ’Αλλα φάρμακα είναι το λίθιο, η αμιοδαρόνη, ιντερφερόνη-α. ‘Ελεγχος με μέτρηση της TSH κάθε 6 με 12 μήνες πρέπει να γίνεται σε ασθενείς που παίρνουν αυτά τα φάρμακα. Επίσης η ταυτόχρονη λήψη φαρμάκων που επηρεάζουν την απορρόφηση της θυροξίνης σε ασθενείς υπό θεραπεία με θυροξίνη μπορεί να οδηγήσει σε υποθυρεοειδισμό.

   Παροδικός υποθυρεοειδισμός παρατηρείται κατά την εξέλιξη της υποξείας θυρεοειδίτιδας και της θυρεοειδίτιδας μετά τον τοκετό.

  Πολύ πιο σπάνια αίτια υποθυρεοειδισμού αποτελούν υποφυσιακή ή υποθαλαμική ανεπάρκεια, γενετικές διαταραχές στη σύνθεση των θυρεοειδικών ορμονών, αντίσταση στη δράση των θυρεοειδικών ορμονών.

   Η εγκατάσταση της κλινικής εικόνας είναι βραδεία και κατά κανόνα χρειάζεται μεγάλο χρονικό διάστημα προκειμένου να αναπτυχθεί όλο το κλινικό φάσμα. Στους ενήλικες αρχικά εκδηλώνεται με μη ειδικά συμπτώματα, όπως λήθαργο, κόπωση, οίδημα προσώπου.

  Με την πάροδο των μηνών, τα συμπτώματα επιτείνονται και ασθενής παραπονείται για βράγχος φωνής , ξηρότητα δέρματος, αίσθημα αδικαιολόγητου ψύχους, βαρηκοία, υπνηλία, δυσκοιλιότητα, μικρή αύξηση του σωματικού βάρους, διαταραχές του κύκλου, δυσχέρεια συγκέντρωσης.

Η κατάσταση επιδεινώνεται συνεχώς χωρίς θεραπεία και εξελίσσεται μέχρι μυξοιδηματικού κώματος.

Η έλλειψη των θυρεοειδικών ορμονών μπορεί να εκδηλωθεί από τα επί μέρους συστήματα ως εξής:

  1. Δέρμα- Παρουσιάζεται κρύο, ωχρό, ξηρό και τραχύ με υπερκεράτωση. Οι τρίχες και τα νύχια είναι εύθρυπτα. Μειωμένη εφίδρωση
  2. Καρδιαγγειακό σύστημα- Βραδυκαρδία με μείωση της συσταλτικότητας της καρδιάς που επιβαρύνουν σημαντικά τυχόν συνυπάρχουσα καρδιοπάθεια.
  3. Αναπνευστικό- Επιπόλαιες και βραδείες αναπνοές.
  4. Γαστρεντερικό- Μειωμένη κινητικότητα του εντέρου με αποτέλεσμα τη δυσκοιλιότητα.
  5. Αίμα- Αναιμία.
  6. Κεντρικό νευρικό σύστημα- Βραδυψυχισμός, νωθρότητα αντιδράσεων, αδυναμία συγκέντρωσης, έλλειψη ψυχικής διάθεσης, υπνηλία, κατάθλιψη, ψυχωσικές αντιδράσεις.
  7. Μυικό- Σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα που εκδηλώνεται με αιμωδίες και παραισθησίες στα άκρα χέρια. Βραδύτητα της σύσπασης και χάλασης των μυών. Ο ασθενής παραπονείται για διάχυτους πόνους, μυικές κράμπες.
  8. Αναπαραγωγικό- Ολιγομηνόρροια ή αμηνόρροια ή μηνορραγίες.

Για τη διάγνωση της νόσου πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι οι κλινικές εκδηλώσεις του υποθυρεοειδισμού διαφέρουν από ασθενή σε ασθενή και εξαρτώνται απο τρεις κυρίως παράγοντες:

  • την ηλικία του ατόμου
  • τη χρονική διάρκεια
  • τη βαρύτητα του υποθυρεοειδισμού τη στιγμή που θα διαγνωσθεί.

    Για τη διάγνωση του υποθυρεοειδισμού ο προσδιορισμός των θυρεοειδικών ορμονών και της θυρεοτρόπου ορμόνης σε συνδυασμό με το υπερηχογράφημα και το σπινθηρογράφημα του θυρεοειδούς είναι συνήθως αρκετά.

    Η θεραπεία του υποθυρεοειδισμού συνίσταται στη χορήγηση από το στόμα υπό μορφή χαπιού της ορμόνης που λείπει. Εκείνο που έχει πολύ μεγάλη σημασία για τη θεραπεία του υποθυρεοειδισμού είναι το ότι τη θεραπεία που του όρισε ο γιατρός του για κανένα λόγω δεν θα πρέπει να την σταματά και ότι το χάπι που παίρνει δεν είναι φάρμακο με την έννοια που ο κόσμος το θεωρεί αλλά απαραίτητο συστατικό του οργανισμού του που έτσι και αλλιώς δεν έχει την ικανότητα να το παράγει.